- σπαρτόν
- σπαρτόςsownmasc acc sgσπαρτόςsownneut nom/voc/acc sgσπαρτόςsownmasc/fem acc sgσπαρτόςsownneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπάρτον — rope neut nom/voc/acc sg σπάρτος masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαρτόν — Σπαρτός sown masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτοις — σπάρτον rope neut dat pl σπάρτος masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτοισι — σπάρτον rope neut dat pl (epic ionic aeolic) σπάρτος masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτοισιν — σπάρτον rope neut dat pl (epic ionic aeolic) σπάρτος masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτου — σπάρτον rope neut gen sg σπάρτος masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτων — σπάρτον rope neut gen pl σπάρτος masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάρτῳ — σπάρτον rope neut dat sg σπάρτος masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόσπαρτον — μακρόσπαρτον, τὸ (Α) μηχανή που συρόταν με μακριά σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σπάρτον «σχοινί, νήμα» (πρβλ. λινό σπαρτον)] … Dictionary of Greek
σπάρτο — (spartium). Θάμνος της οικογένειας των Λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), πάρα πολύ κοινός στην Ελλάδα, σε εδάφη ξηρά, ασβεστούχα ή πετρώδη. Επιστημονική ονομασία: σπάρτιο το βρουλόμορφο. Έχει βλαστούς βρουλόμορφους, πράσινους, που μαζί με… … Dictionary of Greek